μοιάσιμο

μοιάσιμο
το, -ατος
η ομοιότητα, το μοιασίδι: Το μοιάσιμο ανάμεσα σε όλα τα αδέρφια είναι εντυπωσιακό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μοιάσιμο — το [μοιάζω] η ομοιότητα …   Dictionary of Greek

  • μοιασίδι — το ιού, η ομοιότητα, το μοιάσιμο: Τα μοιασίδια στη συμπεριφορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ομοιότητα — η η ιδιότητα του όμοιου, το μοιάσιμο: Καταπληχτική ομοιότητα έχουν τα δύο αδέρφια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”